Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκυλίνδω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλαυσις
συναπολαύω
συναπολείπω
συναπολήγω
View word page
συναποκόπτω
cut off together

ShortDef

cut off together

Debugging

Headword:
συναποκόπτω
Headword (normalized):
συναποκόπτω
Headword (normalized/stripped):
συναποκοπτω
IDX:
84074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84075
Key:

Data

{'content': 'cut off together'}