Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκυλίνδω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλαυσις
συναπολαύω
συναπολείπω
View word page
συναποκομίζω
carry away together

ShortDef

carry away together

Debugging

Headword:
συναποκομίζω
Headword (normalized):
συναποκομίζω
Headword (normalized/stripped):
συναποκομιζω
IDX:
84073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84074
Key:

Data

{'content': 'carry away together'}