Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκυλίνδω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
View word page
συναποκληρόω
choose, assign

ShortDef

choose, assign

Debugging

Headword:
συναποκληρόω
Headword (normalized):
συναποκληρόω
Headword (normalized/stripped):
συναποκληροω
IDX:
84070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84071
Key:

Data

{'content': 'choose, assign'}