Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκυλίνδω
συναπολαμβάνω
View word page
συναποκλείω
shut up altogether

ShortDef

shut up altogether

Debugging

Headword:
συναποκλείω
Headword (normalized):
συναποκλείω
Headword (normalized/stripped):
συναποκλειω
IDX:
84069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84070
Key:

Data

{'content': 'shut up altogether'}