Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντέπαρχος
ἀντεπαφίημι
ἀντέπειμι
ἀντεπεισάγομαι
ἀντεπείσειμι
ἀντεπείσοδος
ἀντεπεισφέρομαι
ἀντεπέκτασις
ἀντεπεκτείνω
ἀντεπελαύνω
ἀντεπεξάγω
ἀντεπέξειμι
ἀντεπεξελαύνω
ἀντεπεξέρχομαι
ἀντεπέξοδος
ἀντεπέρχομαι
ἀντεπερωτάω
ἀντεπερώτησις
ἀντεπηχέω
ἀντεπιβουλεύω
ἀντεπιγράφω
View word page
ἀντεπεξάγω
to go out against

ShortDef

to go out against

Debugging

Headword:
ἀντεπεξάγω
Headword (normalized):
ἀντεπεξάγω
Headword (normalized/stripped):
αντεπεξαγω
IDX:
8406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8407
Key:

Data

{'content': 'to go out against'}