Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναποθλίβω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκυλίνδω
View word page
συναποκινδυνεύω
encounter danger along with
ShortDef
encounter danger along with
Debugging
Headword:
συναποκινδυνεύω
Headword (normalized):
συναποκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
συναποκινδυνευω
IDX:
84068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84069
Key:
Data
{'content': 'encounter danger along with'}