Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
View word page
συναποκάμνω
to cease from weariness together
ShortDef
to cease from weariness together
Debugging
Headword:
συναποκάμνω
Headword (normalized):
συναποκάμνω
Headword (normalized/stripped):
συναποκαμνω
IDX:
84066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84067
Key:
Data
{'content': 'to cease from weariness together'}