Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
View word page
συναποκαθίστημι
accompany
ShortDef
accompany
Debugging
Headword:
συναποκαθίστημι
Headword (normalized):
συναποκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
συναποκαθιστημι
IDX:
84063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84064
Key:
Data
{'content': 'accompany'}