Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
View word page
συναποκαθαίρομαι
to be washed off together with

ShortDef

to be washed off together with

Debugging

Headword:
συναποκαθαίρομαι
Headword (normalized):
συναποκαθαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
συναποκαθαιρομαι
IDX:
84062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84063
Key:

Data

{'content': 'to be washed off together with'}