Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
View word page
συναποίχομαι
to have gone away together

ShortDef

to have gone away together

Debugging

Headword:
συναποίχομαι
Headword (normalized):
συναποίχομαι
Headword (normalized/stripped):
συναποιχομαι
IDX:
84061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84062
Key:

Data

{'content': 'to have gone away together'}