Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
View word page
συναποθνῄσκω
to die together with

ShortDef

to die together with

Debugging

Headword:
συναποθνῄσκω
Headword (normalized):
συναποθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
συναποθνησκω
IDX:
84059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84060
Key:

Data

{'content': 'to die together with'}