Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
View word page
συναποθεόω
deify together
ShortDef
deify together
Debugging
Headword:
συναποθεόω
Headword (normalized):
συναποθεόω
Headword (normalized/stripped):
συναποθεοω
IDX:
84056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84057
Key:
Data
{'content': 'deify together'}