Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέλγομαι
συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
View word page
συναποδοκιμάζω
to join in reprobating

ShortDef

to join in reprobating

Debugging

Headword:
συναποδοκιμάζω
Headword (normalized):
συναποδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
συναποδοκιμαζω
IDX:
84052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84053
Key:

Data

{'content': 'to join in reprobating'}