Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέλγομαι
συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
View word page
συναποδημέω
to be abroad together

ShortDef

to be abroad together

Debugging

Headword:
συναποδημέω
Headword (normalized):
συναποδημέω
Headword (normalized/stripped):
συναποδημεω
IDX:
84048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84049
Key:

Data

{'content': 'to be abroad together'}