Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέλγομαι
συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
View word page
συναπογυμνόομαι
to be stripped naked along with
ShortDef
to be stripped naked along with
Debugging
Headword:
συναπογυμνόομαι
Headword (normalized):
συναπογυμνόομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπογυμνοομαι
IDX:
84041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84042
Key:
Data
{'content': 'to be stripped naked along with'}