Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέλγομαι
συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
View word page
συναπογίγνομαι
to be absent together

ShortDef

to be absent together

Debugging

Headword:
συναπογίγνομαι
Headword (normalized):
συναπογίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπογιγνομαι
IDX:
84038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84039
Key:

Data

{'content': 'to be absent together'}