Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέλγομαι
View word page
συναποβλέπω
fix one's gaze on as well
ShortDef
fix one's gaze on as well
Debugging
Headword:
συναποβλέπω
Headword (normalized):
συναποβλέπω
Headword (normalized/stripped):
συναποβλεπω
IDX:
84035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84036
Key:
Data
{'content': "fix one's gaze on as well"}