Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
View word page
συναποβάλλω
lose at the same time

ShortDef

lose at the same time

Debugging

Headword:
συναποβάλλω
Headword (normalized):
συναποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συναποβαλλω
IDX:
84033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84034
Key:

Data

{'content': 'lose at the same time'}