Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνάπας
συναπατάω
συναπαυξίφως
συναπειλέω
συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
View word page
συναπευθύνω
make straight together, help to guide

ShortDef

make straight together, help to guide

Debugging

Headword:
συναπευθύνω
Headword (normalized):
συναπευθύνω
Headword (normalized/stripped):
συναπευθυνω
IDX:
84028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84029
Key:

Data

{'content': 'make straight together, help to guide'}