Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναπάγω
συναπαιδευτέω
συναπαίρω
συναπαιτέω
συναπαντάω
συναπαρτίζω
συναπαρτισμός
συνάπας
συναπατάω
συναπαυξίφως
συναπειλέω
συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπλόω
View word page
συναπειλέω
to threaten at the same time
ShortDef
to threaten at the same time
Debugging
Headword:
συναπειλέω
Headword (normalized):
συναπειλέω
Headword (normalized/stripped):
συναπειλεω
IDX:
84021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84022
Key:
Data
{'content': 'to threaten at the same time'}