Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναορέω
συναοριστέομαι
συναπάγω
συναπαιδευτέω
συναπαίρω
συναπαιτέω
συναπαντάω
συναπαρτίζω
συναπαρτισμός
συνάπας
συναπατάω
συναπαυξίφως
συναπειλέω
συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
View word page
συναπατάω
to be deceived along with

ShortDef

to be deceived along with

Debugging

Headword:
συναπατάω
Headword (normalized):
συναπατάω
Headword (normalized/stripped):
συναπαταω
IDX:
84019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84020
Key:

Data

{'content': 'to be deceived along with'}