Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνανύω
συναξιόω
σύναξις
συναορέω
συναοριστέομαι
συναπάγω
συναπαιδευτέω
συναπαίρω
συναπαιτέω
συναπαντάω
συναπαρτίζω
συναπαρτισμός
συνάπας
συναπατάω
συναπαυξίφως
συναπειλέω
συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
View word page
συναπαρτίζω
to correspond exactly with, lie over against

ShortDef

to correspond exactly with, lie over against

Debugging

Headword:
συναπαρτίζω
Headword (normalized):
συναπαρτίζω
Headword (normalized/stripped):
συναπαρτιζω
IDX:
84016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84017
Key:

Data

{'content': 'to correspond exactly with, lie over against'}