Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄβιος
ἄβιος2
ἀβίοτος
ἀβιωτοποιός
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαστέω
ἀβλάστητος
ἄβλαστος
ἄβλαυτος
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλέπτημα
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
View word page
ἄβλαυτος
unslippered

ShortDef

unslippered

Debugging

Headword:
ἄβλαυτος
Headword (normalized):
ἄβλαυτος
Headword (normalized/stripped):
αβλαυτος
IDX:
83
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84
Key:

Data

{'content': 'unslippered'}