Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνανθομολογέομαι
συνανθρωπεύομαι
συνανθρώπισις
συνανιάομαι
συνανίημι
συνανίστημι
συνανίσχω
συνανιχνεύω
συνανοηταίνω
συνανοίγω
συνανοιμώζω
συνανορθόω
Συνανουβιασταί
συνανταίρω
συναντάω
συνάντημα
συνάντησις
συναντιβάλλω
συναντίθεσις
συναντιλαμβάνομαι
συναντιμεσουρανέω
View word page
συνανοιμώζω
bewail together with

ShortDef

bewail together with

Debugging

Headword:
συνανοιμώζω
Headword (normalized):
συνανοιμώζω
Headword (normalized/stripped):
συνανοιμωζω
IDX:
83991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83992
Key:

Data

{'content': 'bewail together with'}