Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνανδρόομαι
συνάνειμι
συνανείργω
συνανέλκω
συνανέρχομαι
συνανέχω
συνανηβάω
συνανήκω
συνανθέλκω
συνανθέω
συνανθομολογέομαι
συνανθρωπεύομαι
συνανθρώπισις
συνανιάομαι
συνανίημι
συνανίστημι
συνανίσχω
συνανιχνεύω
συνανοηταίνω
συνανοίγω
συνανοιμώζω
View word page
συνανθομολογέομαι
assent

ShortDef

assent

Debugging

Headword:
συνανθομολογέομαι
Headword (normalized):
συνανθομολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνανθομολογεομαι
IDX:
83981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83982
Key:

Data

{'content': 'assent'}