Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
συναναπίμπλημι
συναναπίπτω
συναναπλάσσω
συναναπλέκω
συναναπληρόω
συναναπλόω
συναναπράσσω
συναναπτύω
συνανάπτω
συναναριθμέω
συναναρριπτέω
συναναρτάομαι
συνανασκάπτω
συνανασκευάζω
View word page
συναναπλέκω
to entwine together with

ShortDef

to entwine together with

Debugging

Headword:
συναναπλέκω
Headword (normalized):
συναναπλέκω
Headword (normalized/stripped):
συναναπλεκω
IDX:
83928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83929
Key:

Data

{'content': 'to entwine together with'}