Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
συναναπίμπλημι
συναναπίπτω
συναναπλάσσω
συναναπλέκω
συναναπληρόω
συναναπλόω
συναναπράσσω
συναναπτύω
συνανάπτω
συναναριθμέω
συναναρριπτέω
συναναρτάομαι
View word page
συναναπίπτω
concubo

ShortDef

concubo

Debugging

Headword:
συναναπίπτω
Headword (normalized):
συναναπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συναναπιπτω
IDX:
83926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83927
Key:

Data

{'content': 'concubo'}