Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
συναναπίμπλημι
συναναπίπτω
συναναπλάσσω
συναναπλέκω
συναναπληρόω
συναναπλόω
συναναπράσσω
συναναπτύω
συνανάπτω
συναναριθμέω
συναναρριπτέω
View word page
συναναπίμπλημι
infect
ShortDef
infect
Debugging
Headword:
συναναπίμπλημι
Headword (normalized):
συναναπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
συναναπιμπλημι
IDX:
83925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83926
Key:
Data
{'content': 'infect'}