Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπηδάω
συναναπίμπλημι
συναναπίπτω
συναναπλάσσω
συναναπλέκω
συναναπληρόω
συναναπλόω
συναναπράσσω
View word page
συναναπαύομαι
to take rest with others

ShortDef

to take rest with others

Debugging

Headword:
συναναπαύομαι
Headword (normalized):
συναναπαύομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναπαυομαι
IDX:
83921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83922
Key:

Data

{'content': 'to take rest with others'}