Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνανακλίνομαι
συνανακομίζω
συνανακόπτω
συνανακρίνω
συνανακυκλέομαι
συνανακυλίομαι
συνανακύπτω
συναναλαμβάνω
συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
συνανανεόομαι
συναναξηραίνω
συναναπάλλομαι
View word page
συναναλίσκω
to expend together

ShortDef

to expend together

Debugging

Headword:
συναναλίσκω
Headword (normalized):
συναναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
συναναλισκω
IDX:
83910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83911
Key:

Data

{'content': 'to expend together'}