Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνανακινδυνεύω
συνανακινέω
συνανακίρνημι
συνανακλίνομαι
συνανακομίζω
συνανακόπτω
συνανακρίνω
συνανακυκλέομαι
συνανακυλίομαι
συνανακύπτω
συναναλαμβάνω
συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλύω
συναναμαλάσσω
συναναμείγνυμι
συναναμέλπω
συνανάμιγος
συναναμιμνήσκω
συνανάμιξις
View word page
συναναλαμβάνω
take up along with

ShortDef

take up along with

Debugging

Headword:
συναναλαμβάνω
Headword (normalized):
συναναλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συναναλαμβανω
IDX:
83907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83908
Key:

Data

{'content': 'take up along with'}