Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συνανακεφαλαιόω
συνανακηρύσσω
συνανακινδυνεύω
συνανακινέω
συνανακίρνημι
συνανακλίνομαι
συνανακομίζω
συνανακόπτω
συνανακρίνω
συνανακυκλέομαι
συνανακυλίομαι
συνανακύπτω
συναναλαμβάνω
συναναλάμπω
συναναληψία
συναναλίσκω
συναναλύω
συναναμαλάσσω
View word page
συνανακόπτω
beat up together

ShortDef

beat up together

Debugging

Headword:
συνανακόπτω
Headword (normalized):
συνανακόπτω
Headword (normalized/stripped):
συνανακοπτω
IDX:
83902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83903
Key:

Data

{'content': 'beat up together'}