Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
συναναβοάω
συναναβόσκομαι
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συναναγκασμός
συνανάγνωσις
συναναγράφω
συναναγυμνόω
συνανάγω
συναναδείκνυμι
συναναδεύω
συναναδέχομαι
συναναδίδωμι
συναναδίπλωσις
συναναζεύγνυμι
συναναζέω
συναναζητέω
συναναζωπυρέω
συναναθεματίζω
View word page
συνανάγω
to carry back together

ShortDef

to carry back together

Debugging

Headword:
συνανάγω
Headword (normalized):
συνανάγω
Headword (normalized/stripped):
συναναγω
IDX:
83875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83876
Key:

Data

{'content': 'to carry back together'}