Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
συναναβοάω
συναναβόσκομαι
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συναναγκασμός
συνανάγνωσις
συναναγράφω
συναναγυμνόω
συνανάγω
συναναδείκνυμι
συναναδεύω
συναναδέχομαι
View word page
συναναβόσκομαι
grow up together with

ShortDef

grow up together with

Debugging

Headword:
συναναβόσκομαι
Headword (normalized):
συναναβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναβοσκομαι
IDX:
83868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83869
Key:

Data

{'content': 'grow up together with'}