Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
συναναβοάω
συναναβόσκομαι
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συναναγκασμός
συνανάγνωσις
συναναγράφω
View word page
συναναβαίνω
to go up with
ShortDef
to go up with
Debugging
Headword:
συναναβαίνω
Headword (normalized):
συναναβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συναναβαινω
IDX:
83863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83864
Key:
Data
{'content': 'to go up with'}