Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συναμιλλατής
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
συναναβοάω
συναναβόσκομαι
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
View word page
συναμφιβάλλομαι
to be matter of doubt together
ShortDef
to be matter of doubt together
Debugging
Headword:
συναμφιβάλλομαι
Headword (normalized):
συναμφιβάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
συναμφιβαλλομαι
IDX:
83860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83861
Key:
Data
{'content': 'to be matter of doubt together'}