Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνάμα
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συναμιλλατής
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
συναναβλαστάνω
View word page
συναμπέχω
to cover up closely, to wrap up
ShortDef
to cover up closely, to wrap up
Debugging
Headword:
συναμπέχω
Headword (normalized):
συναμπέχω
Headword (normalized/stripped):
συναμπεχω
IDX:
83856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83857
Key:
Data
{'content': 'to cover up closely, to wrap up'}