Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλωνιάζω
συνάμα
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συναμιλλατής
συνάμιλλος
σύναμμα
συναμματίζομαι
συναμπέχω
συναμπρεύω
συναμύνω
συναμφιάζω
συναμφιβάλλομαι
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβακχεύω
συναναβιβάζω
View word page
συναμματίζομαι
to be tied

ShortDef

to be tied

Debugging

Headword:
συναμματίζομαι
Headword (normalized):
συναμματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συναμματιζομαι
IDX:
83855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83856
Key:

Data

{'content': 'to be tied'}