Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμα
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συναμιλλατής
συνάμιλλος
σύναμμα
View word page
συναλύω
to wander about with

ShortDef

to wander about with

Debugging

Headword:
συναλύω
Headword (normalized):
συναλύω
Headword (normalized/stripped):
συναλυω
IDX:
83844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83845
Key:

Data

{'content': 'to wander about with'}