Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμα
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
συναμιλλατής
View word page
συναλοάω
to thresh out together, to grind to powder, crush, shiver

ShortDef

to thresh out together, to grind to powder, crush, shiver

Debugging

Headword:
συναλοάω
Headword (normalized):
συναλοάω
Headword (normalized/stripped):
συναλοαω
IDX:
83842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83843
Key:

Data

{'content': 'to thresh out together, to grind to powder, crush, shiver'}