Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμα
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
συναμιλλάομαι
View word page
σύναλμος
salted

ShortDef

salted

Debugging

Headword:
σύναλμος
Headword (normalized):
σύναλμος
Headword (normalized/stripped):
συναλμος
IDX:
83841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83842
Key:

Data

{'content': 'salted'}