Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμα
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
συναμείβω
View word page
σύναλμα
leap taken together

ShortDef

leap taken together

Debugging

Headword:
σύναλμα
Headword (normalized):
σύναλμα
Headword (normalized/stripped):
συναλμα
IDX:
83840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83841
Key:

Data

{'content': 'leap taken together'}