Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμα
συναμαθύνω
συναμάομαι
συναμαρτάνω
View word page
συνάλλομαι
to leap together

ShortDef

to leap together

Debugging

Headword:
συνάλλομαι
Headword (normalized):
συνάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
συναλλομαι
IDX:
83839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83840
Key:

Data

{'content': 'to leap together'}