Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεξαπατάω
ἀντέξαρμα
ἀντέξειμι
ἀντεξελαύνω
ἀντεξέρχομαι
ἀντεξετάζω
ἀντεξέτασις
ἀντεξεταστέον
ἀντεξεταστικός
ἀντεξήγησις
ἀντεξηγητής
ἀντεξιππεύω
ἀντεξισάζω
ἀντεξίσταμαι
ἀντέξοδος
ἀντεξορμάω
ἀντεξόρμησις
ἀντέξωσις
ἀντεπάγω
ἀντεπάδω
ἀντεπαινέω
View word page
ἀντεξηγητής
deputy
ShortDef
deputy
Debugging
Headword:
ἀντεξηγητής
Headword (normalized):
ἀντεξηγητής
Headword (normalized/stripped):
αντεξηγητης
IDX:
8383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8384
Key:
Data
{'content': 'deputy'}