Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμα
συναμαθύνω
συναμάομαι
View word page
συναλλοίωσις
concurrent modification

ShortDef

concurrent modification

Debugging

Headword:
συναλλοίωσις
Headword (normalized):
συναλλοίωσις
Headword (normalized/stripped):
συναλλοιωσις
IDX:
83838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83839
Key:

Data

{'content': 'concurrent modification'}