Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμα
συναμαθύνω
View word page
συναλλοιόω
alter at the same time

ShortDef

alter at the same time

Debugging

Headword:
συναλλοιόω
Headword (normalized):
συναλλοιόω
Headword (normalized/stripped):
συναλλοιοω
IDX:
83837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83838
Key:

Data

{'content': 'alter at the same time'}