Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
συναλοάω
σύναλος
συναλύω
συναλωνιάζω
συνάμα
View word page
συναλλάσσω
to bring into intercourse with, associate with
ShortDef
to bring into intercourse with, associate with
Debugging
Headword:
συναλλάσσω
Headword (normalized):
συναλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
συναλλασσω
IDX:
83836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83837
Key:
Data
{'content': 'to bring into intercourse with, associate with'}