Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συναλλοιόω
συναλλοίωσις
συνάλλομαι
σύναλμα
σύναλμος
View word page
συναλλακτέομαι
to be negotiated

ShortDef

to be negotiated

Debugging

Headword:
συναλλακτέομαι
Headword (normalized):
συναλλακτέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναλλακτεομαι
IDX:
83831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83832
Key:

Data

{'content': 'to be negotiated'}