Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
συναλλακτικός
View word page
συναλίσκομαι
to be taken captive together

ShortDef

to be taken captive together

Debugging

Headword:
συναλίσκομαι
Headword (normalized):
συναλίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συναλισκομαι
IDX:
83824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83825
Key:

Data

{'content': 'to be taken captive together'}