Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συναλέγω
συνάλειμμα
συναλειπτικός
συναλείφω
συναλέω
συναληθεύω
συναλητεύω
συνάλθομαι
συναλίζω
συναλίζω2
συναλίσγομαι
συναλίσκομαι
συναλιφή
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συναλλαγματικός
συναλλαγματογραφία
συναλλαγματογράφος
συναλλακτέομαι
συναλλακτεύω
συναλλακτής
View word page
συναλίσγομαι
to be sullied with

ShortDef

to be sullied with

Debugging

Headword:
συναλίσγομαι
Headword (normalized):
συναλίσγομαι
Headword (normalized/stripped):
συναλισγομαι
IDX:
83823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83824
Key:

Data

{'content': 'to be sullied with'}